συκαμινοακάνθινος

συκαμινοακάνθινος
-ον, Α
1. αυτός από τον οποίο φύονται μουριές και αγκάθια
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ συκαμινοακάνθινον
φράχτης με μουριές και αγκάθια στα διάκενα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συκάμινον + ἄκανθος + κατάλ. -ινος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”